Γεννήθηκε στη Βουργουνδία και η ανύπαντρη μητέρα της γρήγορα έφυγε για
το Παρίσι, αφήνοντας τη μικρή Αλίς στη γιαγιά της. Η μικρή μεγάλωσε σε
συνθήκες απόλυτης φτώχιας, δούλευε στους γείτονες για το φαγητό της ή
έκλεβε από τους κήπους λαχανικά για να ζήσει.
Στην ηλικία των 12 ετών πήγε στο Παρίσι μόνη της για να βρει τη μητέρα
της. Δούλεψε με έναν τυπογράφο, βοηθώντας στην εκτύπωση του Κάμα Σούτρα.
Μετά σε ένα φούρναρη όπου τσακώθηκε με τη γυναίκα του και στα
δεκατέσσερα της άρχισε να ποζάρει γυμνή για ένα γέρο γλύπτη. Η μητέρα
της την έδιωξε από το σπίτι και έτσι η Αλίς άρχισε να ζει στους δρόμους.
Πλενόταν στις τουαλέτες των καφέ του Μονπαρνάς, όπου εκεί γνώρισε και
τους καλλιτέχνες της ζωής της.
Ο ζωγράφος Chaïm Soutine , ένας από τους πρώτους εραστές της την
αποκάλεσε Kiki («Από το Αλίκη, όπως είναι το όνομά σου στα ελληνικά!»
της είπε).
Η Kiki de Montparnasse, η Βασίλισσα των καμπαρέ στο Παρίσι του 1920, μόλις είχε γεννηθεί.
Mοντέλο των καλλιτεχνών
Η 'Αλις υπήρξε το μοντέλων δεκάδων δημοφιλών καλλιτεχνών του Παρισιού
όπως των Chaim Soutine, Julian Mandel, Tsuguharu Foujita, Constant
Detré, Francis Picabia, Jean Cocteau, Arno Breker, Alexander Calder, Per
Krohg, Hermine David, Pablo Gargallo, Mayo, και Tono Salazar.
Μολονότι δεν είχε την αιθέρια ομορφιά της εποχής, δεν την ένοιαζε.
Γρήγορα έγινε το αγαπημένο μοντέλο των καλλιτεχνών, ανάμεσά τους ο
Πασέν, ο Ντερέν, ο Οσκαρ Ντμίνγκεζ. Η «Νεαρή γυναίκα με ντεκολτέ» του
Μόις Κίσλινγκ (1922) δείχνει μια χαριτωμένη Κικί που κοιτάζει τον θεατή
με υγρά, μεγάλα μάτια, ενώ στο η «Κικί γυμνή» του Περ Κρογκ (1928)
αναδίνει έναν πρωτογενή σεξουαλισμό.
Η πιο αξιομνημόνευτη εικόνα της όμως είναι η φωτογραφία του Μαν Ρέι «Το
βιολί του 'Ενγκρ», γυμνή με γυρισμένη την πλάτη όπου πάνω της βρίσκονται
δύο f. Είναι ένα εγκώμιο των καμπυλών της που μοιάζουν με του βιολιού
και μια ομολογία ότι είναι το όργανο για τη δημιουργία τέχνης.
Συνδέθηκε με τον Μαν Ρέι με μία θυελλώδη ερωτική σχέση, οι ανασφάλειές
της, οι συγκρούσεις, οι επεισοδιακοί τους χωρισμοί, τα ξενύχτια, τα
μεθύσια, οι γυμνές πόζες, το αχαλίνωτο σεξ τα βράδια και τα κενά πρωινά
που ακολουθούσαν, μέχρι τέλους, πνιγμένα στην κοκαΐνη και τα
βαρβιτουρικά.
Για τον Μαν Ρέι υπήρξε η μούσα και η έμπνευσή του. Η Κέι Μπόιλ -
Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος που έζησε στο Παρίσι τον καιρό που ήταν
και η Κική - γράφει: «ο Μαν Ρέι σχεδίασε τη μορφή της την οποία και
ζωγράφισε με το χέρι του. Αρχισε ξυρίζοντας τα φρύδια της και βάζοντας
άλλα στη θέση τους, ανάλογα με το χρώμα που είχε αποφασίσει ότι θα την
έβαφε εκείνη την ημέρα».
O Man Rey με το πορτραίτο της Kiki
Παρά την έντονη σχέση τους, η Κικί αποδείχθηκε υπερβολική για τον Μαν
Ρέι. Οταν ένας καφετζής στη Νίκαια την αποκάλεσε πόρνη, αυτή τον χτύπησε
και κατέληξε στη φυλακή. Ο δικηγόρος του Μαν Ρέι μπόρεσε να την
απελευθερώσει μόνον αφού προσκόμισε μια ιατρική βεβαίωση ότι δεν έχει
σώας τας φρένας. Λίγο μετά, ο Μαν Ρέι την εγκατάλειψε για τη μαθήτρια
και προστατευόμενή του στη φωτογραφική τέχνη Λι Μίλερ. Της το ανακοίνωσε
σε ένα από τα καφέ όπου σύχναζαν και μόνο μπαίνοντας κάτω από το
τραπέζι σώθηκε από τα πιάτα που του πέταγε στο κεφάλι.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η Κικί είχε το δικό της καμπαρέ Chez
Kiki κι ένα τραπέζι στο Le Dome ήταν μόνιμα κρατημένο στο όνομά της.
Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει σε στυλ πριμιτίφ και η έκθεσή της το 1927
είχε τεράστια επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε τις αναμνήσεις
της "Kiki’s Memoirs", ένα βιβλίο απαγορευμένο στην Αμερική μέχρι τα
τέλη της δεκαετίας του 1970.
Στην πραγματικότητα, η Κικί ήταν διάσημη. Το κουτσομπολιό ανθούσε
τριγύρω της και η ίδια ενθουσιαζόταν ακόμη και αν οι ιστορίες ήταν
ψεύτικες. Η ηγεμονία της άρχισε να φθίνει μαζί με τη δεκαετία του 1920.
Ηταν ανίκανη να λειτουργήσει εκτός Παρισιού, μια απόπειρα να εισέλθει
στον αμερικανικό κινηματογράφο στη δεκαετία 1930 απέτυχε, το Παρίσι
όμως δεν ήταν πια δικό της.
Στα τελευταία της χρόνια, η Κικί έπεσε στην αυτοπαρωδία, τραγουδώντας
για τουρίστες στα καφέ του Μονπαρνάς, προκειμένου να βρει χρήματα για
τις πολυδάπανες έξεις της, την κοκαΐνη και το αλκοόλ. Το 1953, στα 52
της χρόνια, κατέρρευσε και πέθανε. Για την κηδεία της πλήρωσαν οι
ιδιοκτήτες των καφέ του 6ου Διαμερίσματος του Παρισιού.