Ακολουθούν ταξίδια στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο και την Ισπανία. Το 1913
εγκαθίστανται σε ένα διαμέρισμα στην Washington Square North της Νέας
Υόρκης όπου θα ζήσει όλη του τη ζωή. Συνεχίζει να δουλεύει ως
εικονογράφος ενώ το 1915 στρέφεται στη χαρακτική και πιο συγκεκριμένα
στην οξυγραφία με τεράστια επιτυχία.
Η δεκαετία του 1920 σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στην προσωπική και ιδιαίτερα καλλιτεχνική του ζωή που θα εδραιωθούν και θα διατηρηθούν στο πέρασμα των χρόνων. O πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών ξεπερνά πια τα εκατό εκατομμύρια και το μεγαλύτερο μέρος του ζει στα μεγάλα αστικά κέντρα που χαρακτηρίζονται από την ποτοαπαγόρευση και από την κινητοποίηση των γυναικών από τις σουφραζέτες για το δικαίωμα ψήφου τους. Ο Edward Hopper όμως αφού κάνει μια ατομική έκθεση με λάδια από τη Γαλλία αλλάζει τη θεματική του προς μια άλλη κατεύθυνση καθώς περνά τα καλοκαίρια σε ένα γοητευτικό για τον ίδιο τόπο, στο Maine είτε στο Ogunquit είτε στο Monhegan Island. Και ενώ ο Francis Scott Fitzgerald, o συγγραφέας της τζαζ εποχής, δημοσιεύει ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το The side of Paradise ο Ηοpper ζωγραφίζει μια σειρά εξαιρετικών έργων όπου αρχίζουν να διαφαίνονται τα θέματα που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην τοπιογραφία, την σύνθεση και εικονογραφία του.
Ο Edward Hopper θα πεθάνει στο ατελιέ του στην πλατεία Ουάσινγκτον στις δεκαπέντε Μαΐου του 1967, δύο μήνες πριν κλείσει τα ογδονταπέντε του χρόνια. «Και όταν έφτασε η ώρα του ήταν σπίτι , εδώ στη μεγάλη πολυθρόνα του μεγάλου ατελιέ. Χρειάστηκε ένα μόνο λεπτό για να πεθάνει. Κανένας πόνος, κανένας θόρυβος……», γράφει η Τζο. «Δεν θέλησε ούτε να με περιμένει». Πράγματι, η Τζο θα πεθάνει λίγο αργότερα το 1968. Οι εφημερίδες θα τον χαιρετίσουν σαν ένα μεγάλο καλλιτέχνη, και το περιοδικό Newsweek θα τον αποκαλέσει «εξαίρετο ζωγράφο… ρεαλιστή, νεωτεριστή, ρομαντικό, στρουκτουραλιστή, ποιητή».
O Edward Hooper ηταν ενας street ζωγραφος θα μπορουσαμε να πουμε . Πολλοι γνωστοι φωτογραφοι επηραστηκαν απο εργα του, οχι τυχαιοι φωτογράφοι αλλα απο τους σημαντικότερους όπως οι Robert Frank, Walker Evans, Robert Adams, William Eggleston, Diane Arbus,
Lee Friedlander, Harry Calahan, Stephen Shore . Δεν ηταν μόνο φωτογράφοι που επηράστηκαν αλλα και άλλοι καλλιτέχνες σε όλα τα μήκη και πλάτη της τέχνης , μεταξύ αυτών και ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης.
Οι Νιου Γιορκ Τάιμς σε ενα αρθρό τους το 2009 αναφέρουν :
"Μερικές φορές η Αμερικάνικη τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις μοιάζει να ανήκει ολοκληρωτικά στον Edward Hopper!”
Ένα στενό δρομάκι χωρίζει το τοπίο στα δύο. Δεξιά του βρίσκονται
βράχια που ρίχνουν τη σκιά τους πάνω του. Αριστερά πρασινοκίτρινα
λιβάδια και λόφοι. Κατά μήκος του δρόμου υξώνεται μια σειρά κολώνων
ηλεκτροδότησης. Αυτές είναι και το μόνο στοιχείο ανθρώπινης
δραστηριότητας στο χώρο, στη φύση. Αποτελούν υποψίες της ανθρώπινης
επέμβασης και του αναπτυσσόμενου πολιτισμού στο τοπίο. Οι πινελιές είναι
αδρές και πυκνές, λίγα χρώματα κυριαρχούν. Το φως και η σκιά είναι
έντονα.
Aποκορύφωμα όλης αυτής της θεματικής αλλά και χαρακτηριστικό δείγμα
ωριμότητας του Ηopper αποτελεί το House by the railroad του 1925.
Πρόκειται για μια απομονωμένη, μοναχική βικτοριανή έπαυλη που δεσπόζει
σε όλο τον πίνακα. Κανένα άλλο στοιχείο δεν συνυπάρχει μαζί της εκτός
από τις σιδηροδρομικές γραμμές που βρίσκονται μπροστά της. Θεωρείται ως
ένα από τα πιο οδυνηρά και σπαρακτικά θέματα του ρεαλισμού. Η
μελαγχολία, η μοναξιά, η επέμβαση του ανθρώπινου στοιχείου στη φύση, ο
πολιτισμός που έρχεται με ταχύτητα είναι μερικά από τα κεντρικά θέματα
του προβληματισμού και της θεματολογίας του Hopper που φαίνονται και
εδώ.
Το πορτρέτο ενός σπιτιού που ίσως κρύβει το πορτρέτο ενός μοναχικού ανθρώπου. Μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργείται από έντονες γραμμές, μεγάλους όγκους και ασυνήθιστο φωτισμό. Τα σχήματα και οι λεπτομέρειες που είναι απλοποιημένα και η έντονη αντίθεση στο φωτισμό αυξάνει την αίσθηση της μη επικοινωνίας, της έλλειψης δράσης, της εσωτερικότητας και της θλίψης που διακρίνει τον Ηοpper.
H νεαρή γυναίκα έχει στηριγμένα τα χέρια της –στο ένα από τα δύο δεν
έχει βγάλει το γάντι- πάνω σε ένα στρογγυλό τραπέζι και με τα
ακροδάχτυλά της πιάνει ένα φλιτζάνι καφέ. Στα δεξιά της βρίσκεται ένα
μικρό σώμα θέρμανσης και η ίδια δεν έχει βγάλει το πράσινο παλτό της με
τον γούνινο γιακά, ούτε και το καπέλο που αγκαλιάζει σταθερά το όμορφο
πρόσωπό της. Έξω από το παράθυρο του καφενείου που βρίσκεται πίσω της
απόλυτο σκοτάδι, ενώ στο τεράστιο τζάμι του καθρεφτίζονται τα φώτα της
οροφής.
Πρόκειται για το self service πίνακα του Hopper που χρονολογείται το 1927. Στο Hopper αρέσει να ζωγραφίζει γυναίκες σύμφωνα με τη μόδα* με κοντά φορέματα όχι πάνω από το γόνατο, με κοντά κάτω ακριβώς από τα αυτιά μαλλιά, με καπέλα και μεταξωτές κάλτσες. Γυναίκες συνήθως σε στιγμές μοναξιάς και περισυλλογής. Μοντέλο για τις γυναίκες αυτές είναι πάντα η αγαπημένη του σύζυγός, Τζο.
To 1942 σε ένα φθηνό εστιατόριο στη γωνία δύο δρόμων, τη νύχτα,
διακρίνουμε κάποιες φιγούρες. Η ατμόσφαιρα είναι μυστηριώδης και
αβέβαιη. Μια σκυθρωπή ανθρώπινη φιγούρα στην άκρη του πάγκου κάθεται με
στραμμένη την πλάτη κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι. Απέναντί του ένα
ζευγάρι. Δύο πρόσωπα είναι μαζί αλλά δεν συνομιλούν. Ωστόσο, ο άνδρας
κρατά στα χέρια του ένα τσιγάρο και φαίνεται ότι με την άκρη των
δακτύλων του ακουμπά το χέρι της γυναίκας. Η γυναίκα φορά ένα κόκκινο
ρούχο και φαίνεται απορροφημένη στις σκέψεις της καθώς παρατηρεί τη βαφή
των νυχιών της. Ο μπάρμαν σκυμμένος προς το μέρος τους φαίνεται να
θέλει να πει κάτι.
Το αριστούργημα του Ηοpper ονομάζεται οι νυχτόβιοι. Το φως και η σκιά πρωταγωνιστούν και πάλι δημιουργώντας μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο Hopper χρησιμοποιεί το φως όπως θα έκανε ο σκηνοθέτης σε ένα film noir. Oι όγκοι και οι διαγώνιες είναι καλά μελετημένα και η οπτική γωνία είναι τέτοια ώστε να νιώθουμε ότι πλησιάζουμε το εστιατόρια περπατώντας και περνώντας απέναντι. Έξω σκοτάδι, μέσα φως. Πάντα σύνθεση εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών. Οι άνθρωποι δεν μιλούν έντονο και πάλι το στοιχείο της μη επικοινωνίας. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από τον Ernest Hemmingway και το διήγημά του The killers.
Μέσα από το ανοικτό παράθυρο (κοινός τόπος στα έργα του) φαίνεται ένας
νεαρός άνδρας που διαβάζει και η σύντροφός του που με ανία χτυπά τα
πλήκτρα του πιάνου. Η πραγματικότητα που περιγράφεται δεν είναι παρά η
απομάκρυνση και η μοναξιά ενός νεαρού ζευγαριού στο εσωτερικό μιας
νέοϋορκέζικης αστικής κατοικίας. Ο παρατηρητής δεν γνωρίζει ούτε το πριν
, ούτε το μετά. Θα μπορούσε κάλλιστα να αναρωτηθεί ποιο ακριβώς είναι
το συναίσθημα και ποιο το γεγονός που το προκάλεσε.
Η δεκαετία του 1920 σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στην προσωπική και ιδιαίτερα καλλιτεχνική του ζωή που θα εδραιωθούν και θα διατηρηθούν στο πέρασμα των χρόνων. O πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών ξεπερνά πια τα εκατό εκατομμύρια και το μεγαλύτερο μέρος του ζει στα μεγάλα αστικά κέντρα που χαρακτηρίζονται από την ποτοαπαγόρευση και από την κινητοποίηση των γυναικών από τις σουφραζέτες για το δικαίωμα ψήφου τους. Ο Edward Hopper όμως αφού κάνει μια ατομική έκθεση με λάδια από τη Γαλλία αλλάζει τη θεματική του προς μια άλλη κατεύθυνση καθώς περνά τα καλοκαίρια σε ένα γοητευτικό για τον ίδιο τόπο, στο Maine είτε στο Ogunquit είτε στο Monhegan Island. Και ενώ ο Francis Scott Fitzgerald, o συγγραφέας της τζαζ εποχής, δημοσιεύει ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το The side of Paradise ο Ηοpper ζωγραφίζει μια σειρά εξαιρετικών έργων όπου αρχίζουν να διαφαίνονται τα θέματα που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην τοπιογραφία, την σύνθεση και εικονογραφία του.
Ο Edward Hopper θα πεθάνει στο ατελιέ του στην πλατεία Ουάσινγκτον στις δεκαπέντε Μαΐου του 1967, δύο μήνες πριν κλείσει τα ογδονταπέντε του χρόνια. «Και όταν έφτασε η ώρα του ήταν σπίτι , εδώ στη μεγάλη πολυθρόνα του μεγάλου ατελιέ. Χρειάστηκε ένα μόνο λεπτό για να πεθάνει. Κανένας πόνος, κανένας θόρυβος……», γράφει η Τζο. «Δεν θέλησε ούτε να με περιμένει». Πράγματι, η Τζο θα πεθάνει λίγο αργότερα το 1968. Οι εφημερίδες θα τον χαιρετίσουν σαν ένα μεγάλο καλλιτέχνη, και το περιοδικό Newsweek θα τον αποκαλέσει «εξαίρετο ζωγράφο… ρεαλιστή, νεωτεριστή, ρομαντικό, στρουκτουραλιστή, ποιητή».
O Edward Hooper ηταν ενας street ζωγραφος θα μπορουσαμε να πουμε . Πολλοι γνωστοι φωτογραφοι επηραστηκαν απο εργα του, οχι τυχαιοι φωτογράφοι αλλα απο τους σημαντικότερους όπως οι Robert Frank, Walker Evans, Robert Adams, William Eggleston, Diane Arbus,
Lee Friedlander, Harry Calahan, Stephen Shore . Δεν ηταν μόνο φωτογράφοι που επηράστηκαν αλλα και άλλοι καλλιτέχνες σε όλα τα μήκη και πλάτη της τέχνης , μεταξύ αυτών και ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης.
Οι Νιου Γιορκ Τάιμς σε ενα αρθρό τους το 2009 αναφέρουν :
"Μερικές φορές η Αμερικάνικη τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις μοιάζει να ανήκει ολοκληρωτικά στον Edward Hopper!”
ο 1985, το έργο του Hopper “Early Sunday Morning” γίνεται εξώφυλλο του LP των Orchestral Manoeuvres in the Dark, «Crush» |
Road in Maine, 1914 |
House by the railroad, 1925 |
Το πορτρέτο ενός σπιτιού που ίσως κρύβει το πορτρέτο ενός μοναχικού ανθρώπου. Μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργείται από έντονες γραμμές, μεγάλους όγκους και ασυνήθιστο φωτισμό. Τα σχήματα και οι λεπτομέρειες που είναι απλοποιημένα και η έντονη αντίθεση στο φωτισμό αυξάνει την αίσθηση της μη επικοινωνίας, της έλλειψης δράσης, της εσωτερικότητας και της θλίψης που διακρίνει τον Ηοpper.
Self service, 1927 |
Πρόκειται για το self service πίνακα του Hopper που χρονολογείται το 1927. Στο Hopper αρέσει να ζωγραφίζει γυναίκες σύμφωνα με τη μόδα* με κοντά φορέματα όχι πάνω από το γόνατο, με κοντά κάτω ακριβώς από τα αυτιά μαλλιά, με καπέλα και μεταξωτές κάλτσες. Γυναίκες συνήθως σε στιγμές μοναξιάς και περισυλλογής. Μοντέλο για τις γυναίκες αυτές είναι πάντα η αγαπημένη του σύζυγός, Τζο.
Nighthawks, 1942 |
Το αριστούργημα του Ηοpper ονομάζεται οι νυχτόβιοι. Το φως και η σκιά πρωταγωνιστούν και πάλι δημιουργώντας μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο Hopper χρησιμοποιεί το φως όπως θα έκανε ο σκηνοθέτης σε ένα film noir. Oι όγκοι και οι διαγώνιες είναι καλά μελετημένα και η οπτική γωνία είναι τέτοια ώστε να νιώθουμε ότι πλησιάζουμε το εστιατόρια περπατώντας και περνώντας απέναντι. Έξω σκοτάδι, μέσα φως. Πάντα σύνθεση εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών. Οι άνθρωποι δεν μιλούν έντονο και πάλι το στοιχείο της μη επικοινωνίας. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από τον Ernest Hemmingway και το διήγημά του The killers.
Room in New York, 1932 |
Rooms by the sea, 1951 |
Ο μεγάλος ρεαλιστής Edward Hopper δεν έφτασε ποτέ
στα όρια του σουρεαλισμού, τα άγγιξε όμως με το έργο του rooms by the
sea του 1951 όπου μια ανοιχτή πόρτα βλέπει στον ωκεανό χωρίς την
παρουσία σκάλας ή σκαλοπατιών.
Two comedians, 1965 |
Έντονη συμβολική χροιά έχει και το τελευταίο του έργο Οι δύο θεατρίνοι
του 1965. Στο έργο απεικονίζονται δύο ηθοποιοί με μάσκες, στη σκηνή, που
χαιρετούν το κοινό και αποσύρονται. Σαν φιγούρες της comedia
dell’arte,με τις μάσκες να δίνουν πιραντελλικό υπόβαθρο στη σκηνή,
δίνουν την εντύπωση της νοσταλγίας του παρελθόντος, του Παρισιού, της
συμβολικής ποίησης.
Δεν είναι παρά ο Hopper και η σύντροφός του λίγο πριν αποχαιρετήσουν τη ζωή.
Δεν είναι παρά ο Hopper και η σύντροφός του λίγο πριν αποχαιρετήσουν τη ζωή.
Self portrait, 1925-1930
|
"Αν μπορούσα να το πω με λόγια, δεν θα υπήρχε λόγος να ζωγραφίζω».
«Καμιά εφεύρεση, όσο σπουδαία κι αν είναι δεν μπορεί να αντικαταστήσει την φαντασία»
"Η μόνη πραγματική πηγή έμπνευσης που είχα ποτέ είναι ο εαυτός μου."
«Ο καλλιτέχνης=δουλειά. Τίποτα δεν δημιουργείται από μόνο του»
Edward Hopper
«Καμιά εφεύρεση, όσο σπουδαία κι αν είναι δεν μπορεί να αντικαταστήσει την φαντασία»
"Η μόνη πραγματική πηγή έμπνευσης που είχα ποτέ είναι ο εαυτός μου."
«Ο καλλιτέχνης=δουλειά. Τίποτα δεν δημιουργείται από μόνο του»
Edward Hopper
Πήγη: DPGR